- καλομελετώ
- καλομελετώ και καλομελετάω καλομελέτησα, καλομελετήθηκα, καλομελετημένος1. μελετώ καλά: Για να περάσεις στις εξετάσεις, πρέπει να καλομελετήσεις τα μαθήματά σου.2. προοιωνίζομαι καλά: Καλομελέτα κι έρχεται (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.